πολλαπλούς

πολλαπλούς
η , ούν
1) множественный; 2) составной, сложный; полимерный;

πολλαπλη αμειψισπορά — многопольный севооборот


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πολλαπλούς" в других словарях:

  • πολλαπλούς — ή, ούν / πολλαπλοῡς, ῆ, οῡν, ΝΜΑ, και πολλαπλός, ή, ό, Ν, πολλαπλόος, όη, όον, Α αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από πολλά, πολυμερής, πολυσύνθετος («πολλαπλά αντίγραφα») νεοελλ. φρ. α) «πολλαπλή ηχώ» (ακουστ.) ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλοῦς — πολλαπλόος manifold masc acc pl (attic) πολλαπλόος manifold masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσεύς — (Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη,… …   Dictionary of Greek

  • αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… …   Dictionary of Greek

  • οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… …   Dictionary of Greek

  • περσεύς — (Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη,… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλός — ή, ό, Ν βλ. πολλαπλούς …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλώς — πολλαπλῶς ΝΜ επίρρ. βλ. πολλαπλούς …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • ποσαπλούς — ή, οῡν, Α ποσαπλάσιος. επίρρ... ποσαπλῶς πόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλοῦς (βλ. λ. πλός), κατά το πολλαπλοῦς και τα πολλαπλ. αριθμ. σε πλοῡς (πρβλ. πενταπλοῦς)] …   Dictionary of Greek

  • συγκίνηση — Σύνολο ψυχολογικών και φυσιολογικών φαινομένων που εκδηλώνονται μαζί με έντονους ερεθισμούς, απρόοπτους και, κατά κανόνα, ελάχιστα σαφείς, οι οποίοι προκαλούν στο άτομο σημαντική ένταση. Στο υποκειμενικό ψυχολογικό πεδίο έχουμε μια ζωηρή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»